Δημόσιοι Χώροι - Ιδιωτικές αναγνώσεις - Γιώτα Μαστρογιαννοπούλου (2007)

Αν οι ιδιωτικοί χώροι φανερώνουν την προσωπικότητα του κατοίκου αυτών οι δημόσιοι χώροι προδίδουν κομμάτια της ταυτότητας μιας κοινωνίας.

Ανέκαθεν οι δημόσιοι χώροι ασκούσαν γοητεία στους δημιουργούς αφού είναι εξαιρετικά εργοτάξια παρατήρησης συμπεριφορών. Ένας απ’ αυτούς και κομβικό σημείο κάθε αστικού χάρτη είναι ο σιδηροδρομικός σταθμός. Πέρα από την προφανή χρήση αποτελεί επίσης σημείο συνάντησης, προσωρινό κατάλυμα, τόπο εργασίας αλλά και σημείο με πληθώρα αναφορών ιστορικών, κοινωνικών, πολιτισμικών. Τα παραπάνω υπάγονται κάτω από ένα αρχιτεκτονικό κέλυφος το οποίο αποτέλεσε την αφετηρία των φωτογραφιών της Γιώτας Μαστρογιαννοπούλου.

Στην πρώτη ανάγνωση των φωτογραφιών δεν μπορεί κανείς να αγνοήσει την αρχιτεκτονική ματιά της φωτογράφου. Εικόνες απέριττες, σχεδόν αυστηρές, υποβλητικές θα μπορούσαν να καλύψουν αρχειακές εφαρμογές της φωτογραφίας.

Στην δεύτερη ανάγνωση αναδύεται το πραγματικό κίνητρο των φωτογραφιών: η εμμονή της ανθρώπινης αντίληψης στην αφήγηση, άλλοτε με υποδόρια ή κραυγαλέα ίχνη.

Τι αφηγήσεις προτείνουν αυτές οι φωτογραφίες; Τι δεν μας λένε αυτοί οι κενοί χώροι; Είναι άδειοι από ανθρώπινη παρουσία αλλά όχι εγκαταλειμμένοι. Χώροι καθαροί, τακτοποιημένοι, φωτισμένοι που μοιάζουν να εκκενώθηκαν ξαφνικά χωρίς όμως ίχνη πανικού. Συνέβη κάτι σ’ αυτόν τον σταθμό και αν ναι τι;

Ορθά δεν δίνονται αφηγηματικές λύσεις πάρα μόνο υπαινιγμοί. Το μανουάλι με τα κεριά στο τέλος μιας σκάλας μέσα στο σταθμό και το «...ημών» μιας πινακίδας που απομονώνεται στο κάδρο προτείνουν μια υπερρεαλιστική διάσταση της πραγματικότητας. Σε μια άλλη φωτογραφία το φωτισμένο παράθυρο ενός δωματίου(;) κάτω από τις ράγες του τρένου παραπέμπει σε χώρους οικείους στο φανταστικό υπενθυμίζοντας το αναπάντεχο στην φωτογραφική περιπλάνηση. Σε μια τρίτη φωτογραφία το σημείο φυγής που δημιουργούν οι πλατφόρμες οδηγούν σε ένα απροσδιόριστο φως που μέσα στην νύχτα παραπέμπει στην κλασική εικονογραφία των χώρων αυτών χωρίς όμως μελοδραματισμούς και φλυαρίες. Η μόνη εικόνα που εμπεριέχει ανθρώπινη παρουσία (μια γυναικεία φιγούρα) χρησιμοποιείται ίσως σαν «προβολή» της ίδιας της φωτογράφου μέσα στο χώρο αλλά ως υπενθύμιση όχι ως δήλωση.    

Ο Max Kozloff στο βιβλίο The Privileged Eye: Essays on Photography μας θυμίζει ότι «η δουλειά ενός αφηγηματικού φωτογράφου είναι να αναστείλει την αίσθηση της αμετάκλητης καθυστέρησής μας στην απεικονιζόμενη σκηνή και να προσπαθήσει να επανατοποθετήσει τους θεατές, μέσω μιας προφανώς προκύπτουσας διαδικασίας, η οποία είναι ακόμη ατελής τη στιγμή που την αντιλαμβανόμαστε.»

Οι φωτογραφίες της Γιώτας Μαστρογιαννοπούλου δεν προσφέρονται για ρεμβασμό αλλά μέσα από την υπαινικτικότητά τους καλούν τον θεατή να συμπληρώσει τις ανοικτές προτάσεις της.

Μανώλης Σκούφιας 2007  


Public spaces- Private readings - Yiota Mastrogianopoulou

If private spaces reveal the personality of their dwellers public spaces betray pieces of societal identity.

Public spaces have always fascinated creators since they are excellent worksites for observing behavior. One of these and a junction site of every urban map is the railway station. Beyond its obvious uses it serves also as a meeting point, temporary accommodation, a place of work as well as a spot with a significant number of historical, social and cultural references. All of the above are characteristics of an architectural construct which served as the starting point for the photographs of Yiota Mastrogianopoulou.

On a first reading of the photographs one cannot ignore the architectural eye of the photographer. These unadorned, almost austere, evocative images could cover for the archival applications of photography.

On a second reading the real motivation behind the photographs emerges: the obsession of human perception with narrative, an obsession that might be fleetingly perceived on one occasion and in no uncertain terms on another.

What are the narratives proposed by these pictures? What is it that these vacant spaces do not tell us? They are devoid of human presence but they are not abandoned. These are clean, tidy spaces, lit as if they were suddenly vacated with no sigh of panic. Did something happen in this station and if something did happen, what is that?

Quite rightly no narrative resolutions are offered, only intimations. The candelabrum at the end of a stair inside the station and the “Our…” of a sign isolated in the frame propose a surrealist dimension of reality. In another picture the light in the window of the room (?) underneath the rails of the train refers to familiar spaces within the fantastic reminding us of the unexpected that might be encountered in the photographic flaneurie.

In a third picture the point of flight created by the platforms lead to an undefined light which in the dark of night refers to the classic iconography of these spaces without any histrionics and drivel. The only image containing human presence (a female figure) is perhaps used as a “projection” in space of the photographer herself more as a reminder rather than a statement.

Max Kozloff in the book The Privileged Eye: Essays on Photography reminds us “the work of a narrative photographer is to suspend the sensation of our irrevocable lateness in the depicted scene and to try and resituate the spectators through an overtly occurring process which is still unfinished the minute we perceive it.”

The photographs of Yiota Mastrogianopoulou do not offer themselves for reverie but through their intimation they call on the spectator to fill in her open-ended proposals.

Manolis Skoufias 2007

giota-mastrogiannopoulou-dimosioi-xoroi-idiotikes-anagnoseis.jpg